- πεθυμιά
- ηβλ. επιθυμία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεθυμιά — και αποθυμιά, η επιθυμία, πόθος («την πεθυμιά πληθύνασι, την όρεξη μ αλλάξα», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμία (βλ. λ. πεθυμώ)] … Dictionary of Greek
εξά — η (Μ ἐξά) [εξουσία] 1. εξουσία, δύναμη 2. ελευθερία ενέργειας, αυτοκυριαρχία («εμπήκες σ έτοια πεθυμιά κ ήχασες την εξά σου;», Ερωτόκρ.) 3. δικαίωμα, εξουσία 4. πληρεξουσιότητα, εντολή 5. φρ. α) «έχω στην εξά μου» διαθέτω β) «δεν είμαι τής εξάς… … Dictionary of Greek
σμίξη — Μικρός ορεινός οικισμός (491 κάτ., υψόμ. 1220 μ.), στην επαρχία Γρεβενών του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (25 τ. χλμ., 491 κάτ.). * * * η, Ν [σμίγω] 1. μίξη, ανάμιξη 2. συνάντηση, σμίξιμο 3. συνεύρεση 4. γάμος («στον κόσμο… … Dictionary of Greek